- πέρσην
- πέρθωwastefut inf act (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πέρσην — Πέρσης a throw on the dice masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PERSES — I. PERSES Aegei et Medeae fil. Stephano; aliis Persaeo ex Andromeda genitus, Persarum genti nomen dedit, quum prius Κηφῆνες dicerentur, vide Herodot. l. 7. Agatharchides ἔκγονον, i. e. nepotem, Perlei vocat, quem plerique Graeci Persarum nominis… … Hofmann J. Lexicon universale
αποθήκη — η (AM ἀποθήκη) [αποτίθημι] καλυμμένος χώρος προορισμένος για τη διαφύλαξη εμπορευμάτων ή άλλων ειδών νεοελλ. 1. ιδιαίτερος χώρος οχήματος, πλοίου, αμαξοστοιχίας, αεροπλάνου, όπου φυλάσσονται οι αποσκευές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
λύπη — η (AM λύπη) 1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ. β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.) 2 … Dictionary of Greek
πταίσμα — Είναι όρος τόσο του αστικού όσο και του ποινικού δικαίου, ενώ γενικά εννοιολογικά αποτελεί στοιχείο κάθε παράβασης κανόνος ή όρου δικαιοπραξίας. Κατά το δίκαιο των ενοχών, κάθε αθέτηση νομίμων υποχρεώσεων, και ιδιαίτερα των υποχρεώσεων του… … Dictionary of Greek
ИАКОВ ПЕРСЯНИН — [Персиянин, Перс, Перский; греч. ᾿Ιάκωβος ὁ Πέρσης; Иаков Рассеченный сир. ] (20 е гг. V в.), вмч. Персидский (пам. 27 нояб.). Источники Вмч. Иаков Персянин. Фрагмент иконы «Минея годовая». 2 я пол. XVI в. (Музей икон, Рекклингаузен) Вмч. Иаков… … Православная энциклопедия